- αντίπαις
- ἀντίπαις, ο, η (Α)1. όμοιος με παιδί, σαν παιδί2. αυτός που μόλις έχει περάσει την παιδική ηλικία3. εκείνος που δεν είναι πια παιδί4. ως ουσ. το παιδί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντίπαις — like a child masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπαιδα — ἀντίπαις like a child masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπαιδας — ἀντίπαις like a child masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπαιδες — ἀντίπαις like a child masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπαιδος — ἀντίπαις like a child masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπᾳ — ἀντίπαις like a child masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
κἀντίπαιδα — ἀντίπαιδα , ἀντίπαις like a child masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)